ἐναργεστάτης

ἐναργεστάτης
ἐναργής
visible
fem gen superl sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • εναργής — ές (AM ἐναργής, ές) 1. ευκρινής, εμφανής, σαφής, καθαρός, ολοφάνερος («ἰδόντα ὄψιν ἐνυπνίου ἐναργεστάτην», Ηροδ.) 2. (για λόγο) σαφής, ευνόητος, κατανοητός («σημεῑα ἐναργέστερα», Πλάτ.) αρχ. 1. αισθητός, ορατός («χαλεποὶ δὲ θεοὶ φαίνεσθαι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”